23 Φεβ 2008

Ταξίδι

Α, σε οδηγούσα ταξίδι
Πάνω σ' υδρόβιου ερπετού τη ράχη
Στο τέλειο της θάλασσας άνθος
Μέχρι μιας κλαίουσας άναμμα φωτιάς
Από "ίσως", "γιατί όχι…" γνωριμίας

Λίγο πριν ο κόκκος της γύρης
Από πόθο τους στήμονες βαρύνει
Στα υγρά της υπέρου καλέσματα
Με ολάνοικτα μάτια κολλημένα
Σε αντίστροφη του φακού μας στιγμή
Τ' όνομά μας γδυνόμασταν, χάραγμα
Σε γυαλένια ναυαγίων φινιστρίνια

Κι "ω! ευχαριστώ", εσύ επέτρεψες
Ολάκερο να ξοδέψουμε μολύβι
Απ' τη γήινη της καρδιάς μας σφαίρα
Και με άλμα μιας δήθεν σύμπτωσης
Ο ένας στου άλλου πάνω τα σκέλια
Έρωτες να γράφουμε, έκπτωτους
Παραδείσιους να σβήνουμε αγγέλους

Τόσο βαριά του νερού η ανάσα
Με το δάκρυ ανυπόκριτα ακίνητο
Κι ούτε σημείωμα ντροπής, κανένα
Δεν αφήσαμε, υγρή υποθήκη
Είδωλο ούτε ένα. Σε κανέναν

(Ιαν - 2007)

11 Φεβ 2008

"Μεταμορφώσεις"

I
Εσύ
ζωγράφιζες ουράνια τόξα
και τα 'κοβα, τα καβαλούσα
απ' τη βροχή για να ξεφύγω,
Εγώ


ΙΙ
Μα ήταν τα σύννεφα
διάφανα μες στα μαλλιά
μπλεγμένα.
Κι εσύ δε μ' έβλεπες
ούτε και άκουγες
εκείνο το σφύριγμα
που χάρασε το μπλε
ακριβώς στο μαύρο
της καρδιάς του


ΙΙΙ
Στον πάγο του Αυγούστου


IV
Προτού να βρέξει κάπνιζες
την ώχρα της αυλής
κι έστρωνες νεκρά φτερά
να περπατά η ψυχή μου
δυο μέτρα κάτω
απ' τα μαλλιά μου.
Έλεγα «ευχαριστώ»
και ντυνόμουν φύλλο
της στέγης

Στη στέγη μου


V
Κι ούτε τους ανέμους
να διώξω μπορούσα.
Μόνο ρουφούσα το σκοτάδι
με μάτια σφραγιστά
απ' των αστεριών το ράγισμα
αργά θροΐζοντας στο δέντρο

«κρυώνω»

με μπουκωμένο το λαιμό
από τη νύχτα


VI
Για να το βλέπω να γελά με τα ριζά του


VII
Και να γελώ
όπως γελά το σύννεφο
στο φύλλο

Με τσακισμένο το νερό
σε μια βροχή
στα δόντια του


VIII
«Πότε θα βρέξει;» ρώταγες.
Και δεν απάνταγα.
«Να κάψουμε τα νερά
με τα νερά μας»

Κι έβρεχε.
Και δεν άντεχα
τόση καμένη αλμύρα


IX
Από τη στέγη κάτω
κι απ' τα ριζά πιο μέσα
έθαβα μιαν αγάπη.
Χωρίς ανάσα στη φτυαριά

Κιτρίνιζαν τα χέρια μου.
Τριβόμουν φύλλο


X
Χόρευαν τα σύννεφα
ένα Αργεντίνικο ταγκό
πιασμένα απ' τα μαλλιά μου.
Κι εγώ τριμμένο φύλλο


XI
Ω! ο Αύγουστος εκείνος
έφεγγε τους αγγέλους πράσινα,
ο Αύγουστος με τα φτερά
στα δέντρα κρεμασμένα.
Φωσφόριζαν οι σπόροι τους
και φύτρωναν πουλιά
στο χώμα της πληγής μου

Της χλόης κρύσταλλα σπασμένα,
αγγέλων θραύσματα στον πάγο


XII
Απλώθηκα στο χώμα

Ρίζωσα μαζί τους

Φορές αμέτρητες

Φωνή καμιά


XIII
Λησμόνησα τα σύννεφα
και φύλλο θρυμματίστηκα.
Τιτίβιζα «βοήθεια!»
στου ουρανού τα σκέλια.
Και δεν έπεφτε ψυχή

Κι ακόμη στο χώμα
εγώ


XIV
Τις πράσινες στιγμές
με φώναζαν «άγγελο».
Προσεύχονταν γονατισμένοι
με μάτια κλειστά από φόβο
δίπλα στις πληγές
που άνοιγαν σφενδόνες
σα με χτυπούσαν «σπουργίτι».
Οι άνθρωποι


XV
Κι ήρθαν οι βροχές,
βάρυναν τα δέντρα

Βούτηξα στο χώμα
να σωθώ

Σύρθηκα σκουλήκι


XVI
Τις άχρωμες στιγμές
μ' έγλυφαν τα φίδια
εκεί που πατούσαν
για να με λιώσουν.
Οι άνθρωποι

Κι εγώ στο χώμα


XVII
Τρίφτηκα σε κάθε χαλίκι
κοιμόμουν σε λιωμένες σάρκες,
συνάντησα την ψυχή μου
στην ξηρή σιωπή τους

Αχ! αργούσε τόσο το τέλος
σε τούτο το στεγνό θάνατο
κι η μνήμη πάνω στο σύννεφο
μαχαίρωνε όλο το μήκος μου
σαν έβρεχε απ' τα μαλλιά μου


XVIII
Κούρνιαξα να ονειρευτώ, πουλί,
στην κόγχη του ματιού του
κι έβρεχα της λησμονιάς το φόβο
πάνω στα νυχτωμένα κόκαλα.
Και δεν ξεχώριζα παρά το χρώμα
ενός κομμένου κύκλου

Αχνό κιτρινοπράσινο χώμα,
το φωτοστέφανο τριμμένο
στα κύτταρα του φύλλου


XIX
Τους φόβους άδειασα.
Και ξέχασα

Με ένα
μούδιασμα στο λαρύγγι
στο χρώμα του πάγου
να με ταριχεύει νεκρές
μεταμορφώσεις


ΧΧ
Πέταξα ψυχή
με δυο χούφτες χώμα
κάτω απ' τις μασχάλες μου


XXI
Πέταξα ψυχή
κι ανάπνευσα, ψυχή μου
το χώμα που βαστούσες.
Για να φιλιώσουμε στο αντίο
δυο άνθρωποι μονάχοι

Κι ας βρέχουν κάποιες νύχτες
τρεις στάλες συλλαβές
στα στεγνωμένα χείλη

«ΠΑ-ΓΩ-ΝΩ»


XXII
-Παίζουμε τόξα του ουρανού;
-Έχω ξεχάσει πώς...
-Θα σε φωνάξω «σύννεφο»...

Μα εγώ δεν έβλεπα
ούτε και άκουγα
εκείνο το σφύριγμα
που χάρασε το μπλε
ακριβώς στο μαύρο
της καρδιάς του